- δύσορμος
- δύσορμος, -ον (Α)1. αυτός που έχει άσχημους όρμους, αραξοβόλια («νῆσός ἐστι... δύσορμος ναυσίν», Αισχ.)2. (για άνεμο) αυτός που κρατά πλοία στο λιμάνι, εμποδίζει την είσοδο ή την έξοδο3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ δύσορμαπετρώδη και δύσβατα μέρη όπου δύσκολα πατά άνθρωπος.
Dictionary of Greek. 2013.